απονηρευσία
Смотреть что такое "απονηρευσία" в других словарях:
ἀπονηρευσίαν — ἀπονηρευσίᾱν , ἀπονηρευσία innocence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηρευσίαν — ἀπονηρευσίᾱν , ἀπονηρευσία innocence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)